Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volontarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [volontaˈrizmo]

1 εθελοντισμός
2 εθελοντικό σύστημα ή αρχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volontario volontaristico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volontariamente (επίρ.)
volontariato (ουσ αρσ )
volontarietà (θηλ.ουσ)
volontario (ουσ αρσ )
volontario (επίθ.)
volontarismo (ουσ αρσ )
volontaristico (επίθ.)
volonteroso (επίθ.)
volontieri (επίρ.)
volovelismo (ουσ αρσ )
volovelista (ουσ αρσ και θηλ.)
volpacchiotto (ουσ αρσ )
volpe (θηλ.ουσ)
volpeggiare (ρ.αμτβ.)
volpino (ουσ αρσ )
volpino (επίθ.)
volpoca (θηλ.ουσ)
volpone (ουσ αρσ )
volt (ουσ αρσ )
volta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---