Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolontarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [volontaˈrizmo] 1 εθελοντισμός 2 εθελοντικό σύστημα ή αρχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |