Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volpòca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,volˈpɔka]

1 πάπια γένους tadorna
2 πάπια που τρώει ψάρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volpino volpone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volpacchiotto (ουσ αρσ )
volpe (θηλ.ουσ)
volpeggiare (ρ.αμτβ.)
volpino (ουσ αρσ )
volpino (επίθ.)
volpoca (θηλ.ουσ)
volpone (ουσ αρσ )
volt (ουσ αρσ )
volta (θηλ.ουσ)
voltafaccia (ουσ αρσ )
voltafieno (ουσ αρσ )
voltagabbana (ουσ αρσ και θηλ.)
voltaggio (ουσ αρσ )
voltaico (επίθ.)
voltaismo (ουσ αρσ )
voltametro (ουσ αρσ )
voltampere (ουσ αρσ )
voltamperometro (ουσ αρσ )
voltapietre (ουσ αρσ )
voltare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---