Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


voltagabbàna  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,vɔltagabˈbana]

1 συμφεροντολόγος
2 οπορτουνιστής
3 άνθρωπος που πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος
4 αποστάτης
5 καιροσκόπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voltafieno voltaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volpone (ουσ αρσ )
volt (ουσ αρσ )
volta (θηλ.ουσ)
voltafaccia (ουσ αρσ )
voltafieno (ουσ αρσ )
voltagabbana (ουσ αρσ και θηλ.)
voltaggio (ουσ αρσ )
voltaico (επίθ.)
voltaismo (ουσ αρσ )
voltametro (ουσ αρσ )
voltampere (ουσ αρσ )
voltamperometro (ουσ αρσ )
voltapietre (ουσ αρσ )
voltare (ρ. μτβ.)
voltarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltastomaco (ουσ αρσ )
voltata (θηλ.ουσ)
volteggiamento (ουσ αρσ )
volteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volteggiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---