Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volteggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [voltedʤaˈtore]

1 επικοντιστής
2 άλτης
3 άλτης του επί κοντώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volteggiare volteggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voltarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltastomaco (ουσ αρσ )
voltata (θηλ.ουσ)
volteggiamento (ουσ αρσ )
volteggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volteggiatore (ουσ αρσ )
volteggio (ουσ αρσ )
voltelettrone (ουσ αρσ )
volterrana (θηλ.ουσ)
volterriano (αρσ. επίθ και ουσ)
voltiano (επίθ.)
voltimetro (ουσ αρσ )
voltmetro (ουσ αρσ )
volto (ουσ αρσ )
volto (επίθ.)
voltolare (ρ. μτβ.)
voltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltolino (ουσ αρσ )
voltolone (επίρ.)
voltoloni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---