Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


voltolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [voltoˈlare]

1 κατρακυλώ
2 τσουλώ
3 κυλινδρώνω
4 κυλώ

voltolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [voltoˈlarsi]

1 κατρακυλώ
2 κυλιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volto voltolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voltiano (επίθ.)
voltimetro (ουσ αρσ )
voltmetro (ουσ αρσ )
volto (ουσ αρσ )
volto (επίθ.)
voltolare (ρ. μτβ.)
voltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltolino (ουσ αρσ )
voltolone (επίρ.)
voltoloni (επίρ.)
voltometro (ουσ αρσ )
voltura (θηλ.ουσ)
volturare (ρ. μτβ.)
volubile (επίθ.)
volubilità (θηλ.ουσ)
volubilmente (επίρ.)
volume (ουσ αρσ )
volumenometro (ουσ αρσ )
volumetria (θηλ.ουσ)
volumetrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---