Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


voltòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [volˈtɔmetro]

βολτόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voltoloni voltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voltolare (ρ. μτβ.)
voltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
voltolino (ουσ αρσ )
voltolone (επίρ.)
voltoloni (επίρ.)
voltometro (ουσ αρσ )
voltura (θηλ.ουσ)
volturare (ρ. μτβ.)
volubile (επίθ.)
volubilità (θηλ.ουσ)
volubilmente (επίρ.)
volume (ουσ αρσ )
volumenometro (ουσ αρσ )
volumetria (θηλ.ουσ)
volumetrico (επίθ.)
voluminosità (θηλ.ουσ)
voluminoso (επίθ.)
voluta (θηλ.ουσ)
voluto (επίθ.)
voluttà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---