Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volumenòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [volumeˈnɔmetro]

1 ογκομετρική διάταξη
2 ογκόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volume volumetria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volturare (ρ. μτβ.)
volubile (επίθ.)
volubilità (θηλ.ουσ)
volubilmente (επίρ.)
volume (ουσ αρσ )
volumenometro (ουσ αρσ )
volumetria (θηλ.ουσ)
volumetrico (επίθ.)
voluminosità (θηλ.ουσ)
voluminoso (επίθ.)
voluta (θηλ.ουσ)
voluto (επίθ.)
voluttà (θηλ.ουσ)
voluttuario (επίθ.)
voluttuosamente (επίρ.)
voluttuosità (θηλ.ουσ)
voluttuoso (επίθ.)
volva (θηλ.ουσ)
volvente (επίθ.)
volvolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---