Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolumenòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [volumeˈnɔmetro] 1 ογκομετρική διάταξη 2 ογκόμετρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |