Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvoluminóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [volumiˈnoso], [volumiˈnozo] 1 ογκώδης 2 ευμεγέθης 3 πολύτομος 4 σωματώδης 5 δυσκίνητος 6 μεγάλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |