Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvoluminosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [voluminosiˈta] 1 μέγεθος 2 αφθονία 3 ιδιότητα του ογκώδους 4 μεγάλος όγκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |