Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [voˈluto]

1 ποζάτος
2 επιζήτητος
3 επιτηδευμένος
4 παρατραβηγμένος
5 λιγουρευτός
6 ποθητός
7 ευκταίος
8 επιθυμητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voluta voluttà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volumetria (θηλ.ουσ)
volumetrico (επίθ.)
voluminosità (θηλ.ουσ)
voluminoso (επίθ.)
voluta (θηλ.ουσ)
voluto (επίθ.)
voluttà (θηλ.ουσ)
voluttuario (επίθ.)
voluttuosamente (επίρ.)
voluttuosità (θηλ.ουσ)
voluttuoso (επίθ.)
volva (θηλ.ουσ)
volvente (επίθ.)
volvolo (ουσ αρσ )
vombato (ουσ αρσ )
vomeraia (θηλ.ουσ)
vomere (ουσ αρσ )
vomica (θηλ.ουσ)
vomico (επίθ.)
vomitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---