Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


voluttuàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [volutˈtwarjo]

1 ηδονοθήρας
2 ανώφελος
3 άχρηστος
4 περιττός
5 ηδονολάτρης
6 ηδονικός
7 ηδυπαθής
8 τρυφηλός
9 φιλήδονος
10 ηδονιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voluttà voluttuosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voluminosità (θηλ.ουσ)
voluminoso (επίθ.)
voluta (θηλ.ουσ)
voluto (επίθ.)
voluttà (θηλ.ουσ)
voluttuario (επίθ.)
voluttuosamente (επίρ.)
voluttuosità (θηλ.ουσ)
voluttuoso (επίθ.)
volva (θηλ.ουσ)
volvente (επίθ.)
volvolo (ουσ αρσ )
vombato (ουσ αρσ )
vomeraia (θηλ.ουσ)
vomere (ουσ αρσ )
vomica (θηλ.ουσ)
vomico (επίθ.)
vomitare (ρ.αμτβ.)
vomitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vomitatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---