Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vomitatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vomitaˈtivo]

εμετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vomitare vomitatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vomeraia (θηλ.ουσ)
vomere (ουσ αρσ )
vomica (θηλ.ουσ)
vomico (επίθ.)
vomitare (ρ.αμτβ.)
vomitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vomitatorio (επίθ.)
vomito (ουσ αρσ )
vomizione (θηλ.ουσ)
vongola (θηλ.ουσ)
vorace (επίθ.)
voracemente (επίρ.)
voracità (θηλ.ουσ)
voragine (θηλ.ουσ)
voraginoso (επίθ.)
vorticare (ρ.αμτβ.)
vortice (ουσ αρσ )
vorticella (θηλ.ουσ)
vorticismo (ουσ αρσ )
vorticosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---