Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vorticosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [vortikosaˈmente]

1 στροβιλοειδώς
2 σε στρόβιλο
3 σε δίνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vorticismo vorticoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voraginoso (επίθ.)
vorticare (ρ.αμτβ.)
vortice (ουσ αρσ )
vorticella (θηλ.ουσ)
vorticismo (ουσ αρσ )
vorticosamente (επίρ.)
vorticoso (επίθ.)
vossignoria (θηλ.ουσ)
vostro (ουσ αρσ )
vostro (επίθ.)
vostro (αντων.)
votacessi (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
votante (ουσ αρσ και θηλ.)
votante (επίθ.)
votare (ρ.αμτβ.)
votare (ρ. μτβ.)
votarsi (ρ.μ. (αντων.))
votazione (θηλ.ουσ)
votivo (επίθ.)
voto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---