Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvóto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvoto] 1 politica ο ψήφος 2 scuola ο βαθμός 3 religione το τάμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |