Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


votazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [votatˈtsjone]

ψηφοφορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  votarsi votivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

votante (ουσ αρσ και θηλ.)
votante (επίθ.)
votare (ρ.αμτβ.)
votare (ρ. μτβ.)
votarsi (ρ.μ. (αντων.))
votazione (θηλ.ουσ)
votivo (επίθ.)
voto (ουσ αρσ )
voucher (ουσ αρσ )
voyeur (ουσ αρσ και θηλ.)
voyeurismo (ουσ αρσ )
voyeuristico (επίθ.)
vu (ουσ αρσ και θηλ.)
vudu, vudù (ουσ αρσ )
vuduismo (ουσ αρσ )
vuduista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vuduistico (επίθ.)
vulcanico (επίθ.)
vulcanismo (ουσ αρσ )
vulcanite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---