Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvotànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [voˈtante] ψηφοφόρος votànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [voˈtante] 1 δικαιούμενος ψήφου 2 ψηφίζων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |