Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvulcànico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vulˈkaniko] 1 ηφαιστειακός 2 εκρηξιγενής 3 θερμοκέφαλος 4 ηφαιστειογενής 5 ηφαιστειώδης 6 ευέξαπτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |