Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvulcanizzànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vulkanidˈdzante] 1 μείγμα βουλκανισμού 2 που προκαλεί βουλκανισμό 3 βουλκανιστικό μέσον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |