Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vorticìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vortiˈʧizmo]

παραλλαγή του κυβισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vorticella vorticosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voragine (θηλ.ουσ)
voraginoso (επίθ.)
vorticare (ρ.αμτβ.)
vortice (ουσ αρσ )
vorticella (θηλ.ουσ)
vorticismo (ουσ αρσ )
vorticosamente (επίρ.)
vorticoso (επίθ.)
vossignoria (θηλ.ουσ)
vostro (ουσ αρσ )
vostro (επίθ.)
vostro (αντων.)
votacessi (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
votante (ουσ αρσ και θηλ.)
votante (επίθ.)
votare (ρ.αμτβ.)
votare (ρ. μτβ.)
votarsi (ρ.μ. (αντων.))
votazione (θηλ.ουσ)
votivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---