Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vóngola, vòngola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvongola], [ˈvɔngola]

η αχιβάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vomizione vorace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vomitare (ρ.αμτβ.)
vomitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vomitatorio (επίθ.)
vomito (ουσ αρσ )
vomizione (θηλ.ουσ)
vongola (θηλ.ουσ)
vorace (επίθ.)
voracemente (επίρ.)
voracità (θηλ.ουσ)
voragine (θηλ.ουσ)
voraginoso (επίθ.)
vorticare (ρ.αμτβ.)
vortice (ουσ αρσ )
vorticella (θηλ.ουσ)
vorticismo (ουσ αρσ )
vorticosamente (επίρ.)
vorticoso (επίθ.)
vossignoria (θηλ.ουσ)
vostro (ουσ αρσ )
vostro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---