Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvóngola, vòngola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvongola], [ˈvɔngola] η αχιβάδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |