Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvoracità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [voraʧiˈta] 1 αδηφαγία 2 πολυφαγία 3 απληστία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |