Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vòmere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔmere]

1 οστό κάτω από ηθμοειδή περιοχή
2 οστό ρινικού διαφράγματος
3 αλετροπόδα
4 ρινικό διάφραγμα
5 ύνις
6 αλετροπόδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vomeraia vomica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volva (θηλ.ουσ)
volvente (επίθ.)
volvolo (ουσ αρσ )
vombato (ουσ αρσ )
vomeraia (θηλ.ουσ)
vomere (ουσ αρσ )
vomica (θηλ.ουσ)
vomico (επίθ.)
vomitare (ρ.αμτβ.)
vomitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vomitatorio (επίθ.)
vomito (ουσ αρσ )
vomizione (θηλ.ουσ)
vongola (θηλ.ουσ)
vorace (επίθ.)
voracemente (επίρ.)
voracità (θηλ.ουσ)
voragine (θηλ.ουσ)
voraginoso (επίθ.)
vorticare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---