Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vòlva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔlva]

1 μεμβρανοειδής σάκος
2 βόλβα (μυκήτων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voluttuoso volvente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voluttà (θηλ.ουσ)
voluttuario (επίθ.)
voluttuosamente (επίρ.)
voluttuosità (θηλ.ουσ)
voluttuoso (επίθ.)
volva (θηλ.ουσ)
volvente (επίθ.)
volvolo (ουσ αρσ )
vombato (ουσ αρσ )
vomeraia (θηλ.ουσ)
vomere (ουσ αρσ )
vomica (θηλ.ουσ)
vomico (επίθ.)
vomitare (ρ.αμτβ.)
vomitativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vomitatorio (επίθ.)
vomito (ουσ αρσ )
vomizione (θηλ.ουσ)
vongola (θηλ.ουσ)
vorace (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---