Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voˈlume] 1 (di spazio) ο όγκος 2 (di suono) η ένταση 3 (libro) ο τόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |