Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvoltéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [volˈtedʤo] 1 άλμα 2 άλμα επί κοντώ 3 πήδημα με κοντάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |