Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volgarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [volgaˈrizmo]

1 χυδαὶσμός
2 χυδαιότητα
3 κοινή έκφραση
4 χυδαιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volgare volgarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volentieri (επίρ.)
volere (ουσ αρσ )
volere (ρ. μτβ.)
volgare (ουσ αρσ )
volgare (επίθ.)
volgarismo (ουσ αρσ )
volgarità (θηλ.ουσ)
volgarizzamento (ουσ αρσ )
volgarizzare (ρ. μτβ.)
volgarizzatore (ουσ αρσ )
volgarizzazione (θηλ.ουσ)
volgata (θηλ.ουσ)
volgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)
volitare (ρ.αμτβ.)
volitività (θηλ.ουσ)
volitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
volizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---