Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolgarizzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [volgariddzaˈmento] 1 εκλαΐκευση 2 εκχυδαὶσμός 3 διάδοση (ευρεία) 4 χρήση κοινών εκφράσεων 5 μετάφραση στην καθομιλουμένη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |