Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volgàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [volˈgare]

1 καθομιλουμένη
2 κοινή λαλιά
3 λαλούμενη γλώσσα ή διάλεκτος

volgàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [volˈgare]

χυδαίος (-α, -ο), βάναυσος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volere volgarismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


espressione [θηλ.] volgare = η χυδαία έκφραση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
volenteroso (επίθ.)
volentieri (επίρ.)
volere (ουσ αρσ )
volere (ρ. μτβ.)
volgare (ουσ αρσ )
volgare (επίθ.)
volgarismo (ουσ αρσ )
volgarità (θηλ.ουσ)
volgarizzamento (ουσ αρσ )
volgarizzare (ρ. μτβ.)
volgarizzatore (ουσ αρσ )
volgarizzazione (θηλ.ουσ)
volgata (θηλ.ουσ)
volgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)
volitare (ρ.αμτβ.)
volitività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---