Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvociferatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voʧiferaˈtore] 1 διαδοσίας 2 φωνασκών 3 ψιθυριστής 4 κουτσομπόλης 5 σπερμολόγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |