Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vogatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vogaˈtore]

1 γιλέκο
2 κωπηλάτης
3 πλεκτό
4 φανέλα
5 μηχανή γυμναστηρίου για κωπηλασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vogata voglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocio (ουσ αρσ )
vodka (θηλ.ουσ)
voga (θηλ.ουσ)
vogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vogata (θηλ.ουσ)
vogatore (ουσ αρσ )
voglia (θηλ.ουσ)
voglioso (επίθ.)
voi (αντων.)
voialtri (προσωπ. αντων.)
voile (ουσ αρσ )
voivoda (ουσ αρσ )
volano (ουσ αρσ )
volant (ουσ αρσ )
volante (ουσ αρσ )
volante (θηλ.ουσ)
volante (επίθ.)
volantinaggio (ουσ αρσ )
volantinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volantino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---