Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voˈlante] το τιμόνι, το βολάν volànte ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [voˈlante] άμεση δράση volànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [voˈlante] 1 άστατος 2 ιπτάμενος 3 φτερωτός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdisco [αρσ.] volante = ο ιπτάμενος δίσκος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |