Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [voˈlano]

φτερωτή σφαίρα μπάντμιντον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voivoda volant  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

voglioso (επίθ.)
voi (αντων.)
voialtri (προσωπ. αντων.)
voile (ουσ αρσ )
voivoda (ουσ αρσ )
volano (ουσ αρσ )
volant (ουσ αρσ )
volante (ουσ αρσ )
volante (θηλ.ουσ)
volante (επίθ.)
volantinaggio (ουσ αρσ )
volantinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volantino (ουσ αρσ )
volare (ρ.αμτβ.)
volata (θηλ.ουσ)
volatica (θηλ.ουσ)
volatile (ουσ αρσ )
volatile (επίθ.)
volatilità (θηλ.ουσ)
volatilizzabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---