Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolant
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voˈlan] 1 βολάν 2 στρίφωμα 3 μπορντούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |