Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolàtile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voˈlatile] 1 ιπτάμενο πλάσμα 2 πτηνό 3 πτητική ουσία volàtile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [voˈlatile] 1 άστατος 2 πτητικός (χημεία) 3 φτερωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |