Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volàtile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [voˈlatile]

1 ιπτάμενο πλάσμα
2 πτηνό
3 πτητική ουσία

volàtile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [voˈlatile]

1 άστατος
2 πτητικός (χημεία)
3 φτερωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volatica volatilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volantinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volantino (ουσ αρσ )
volare (ρ.αμτβ.)
volata (θηλ.ουσ)
volatica (θηλ.ουσ)
volatile (ουσ αρσ )
volatile (επίθ.)
volatilità (θηλ.ουσ)
volatilizzabile (επίθ.)
volatilizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volatilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
volatilizzazione (θηλ.ουσ)
volatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vol–au–vent (ουσ αρσ )
volee (θηλ.ουσ)
volente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
volenteroso (επίθ.)
volentieri (επίρ.)
volere (ουσ αρσ )
volere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---