ItalianoGreco


vogliòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [voʎˈʎoso], [voʎˈʎozo]

1 παθιασμένος
2 αξεδίψαστος
3 ακόρεστος
4 επιθυμών
5 άπληστος
6 αυτός που λαχταρά
7 αχόρταγος
8 με ερωτική λαχτάρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---