Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvòglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔʎʎa] 1 η διάθεση, η θέληση 2 (appetito) η όρεξη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon avere voglia = δεν έχω κέφι || perdere la voglia di vivere = παραιτούμαι απ' τη ζωή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |