Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vòglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔʎʎa]

1 η διάθεση, η θέληση
2 (appetito) η όρεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vogatore voglioso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non avere voglia = δεν έχω κέφι || perdere la voglia di vivere = παραιτούμαι απ' τη ζωή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vodka (θηλ.ουσ)
voga (θηλ.ουσ)
vogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vogata (θηλ.ουσ)
vogatore (ουσ αρσ )
voglia (θηλ.ουσ)
voglioso (επίθ.)
voi (αντων.)
voialtri (προσωπ. αντων.)
voile (ουσ αρσ )
voivoda (ουσ αρσ )
volano (ουσ αρσ )
volant (ουσ αρσ )
volante (ουσ αρσ )
volante (θηλ.ουσ)
volante (επίθ.)
volantinaggio (ουσ αρσ )
volantinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volantino (ουσ αρσ )
volare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---