Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvóga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvoga] 1 ζήλος 2 προθυμία 3 μόδα 4 διάθεση 5 ενθουσιασμός 6 ρυθμός που δίνεται στους κωπηλάτες 7 συρμός 8 κωπηλασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |