Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvocìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [voˈʧio] 1 κράξιμο 2 ξεφωνητό 3 κατακραυγή 4 φωνασκία 5 φασαρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |