ItalianoGreco


vociferàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [voʧifeˈrare]

1 φωνασκώ
2 αλαλάζω
3 στριγκλίζω
4 σκληρίζω
5 φωνάζω
6 τσιρίζω
7 ξεφωνίζω
8 κραυγάζω

vociferàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [voʧifeˈrare]

1 διαδίδω φήμες
2 διασπείρω διαδόσεις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---