Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vociferàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [voʧifeˈrare]

1 φωνασκώ
2 αλαλάζω
3 στριγκλίζω
4 σκληρίζω
5 φωνάζω
6 τσιρίζω
7 ξεφωνίζω
8 κραυγάζω

vociferàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [voʧifeˈrare]

1 διαδίδω φήμες
2 διασπείρω διαδόσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vociferante vociferatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocazione (θηλ.ουσ)
voce (θηλ.ουσ)
vociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vociatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vociferante (επίθ.)
vociferare (ρ.αμτβ.)
vociferare (ρ. μτβ.)
vociferatore (ουσ αρσ )
vociferazione (θηλ.ουσ)
vocio (ουσ αρσ )
vodka (θηλ.ουσ)
voga (θηλ.ουσ)
vogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vogata (θηλ.ουσ)
vogatore (ουσ αρσ )
voglia (θηλ.ουσ)
voglioso (επίθ.)
voi (αντων.)
voialtri (προσωπ. αντων.)
voile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---