Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vociatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [voʧaˈtore]

φωνακλάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vociare vociferante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vocazionale (επίθ.)
vocazione (θηλ.ουσ)
voce (θηλ.ουσ)
vociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vociatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vociferante (επίθ.)
vociferare (ρ.αμτβ.)
vociferare (ρ. μτβ.)
vociferatore (ουσ αρσ )
vociferazione (θηλ.ουσ)
vocio (ουσ αρσ )
vodka (θηλ.ουσ)
voga (θηλ.ουσ)
vogare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vogata (θηλ.ουσ)
vogatore (ουσ αρσ )
voglia (θηλ.ουσ)
voglioso (επίθ.)
voi (αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---