ItalianoGreco


vocalìzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vokaˈliddzo]

1 φώνηση
2 μετατροπή σε φωνήεν
3 φωνητική εξάσκηση
4 προσθήκη φωνηέντων
5 εκφορά ήχου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---