Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vocalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vokaˈlizmo]

1 φωνητική
2 σύστημα φωνηέντων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vocalico vocalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocabolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
vocabolo (ουσ αρσ )
vocale (θηλ.ουσ)
vocale (επίθ.)
vocalico (επίθ.)
vocalismo (ουσ αρσ )
vocalità (θηλ.ουσ)
vocalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vocalizzazione (θηλ.ουσ)
vocalizzo (ουσ αρσ )
vocativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vocazionale (επίθ.)
vocazione (θηλ.ουσ)
voce (θηλ.ουσ)
vociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vociatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vociferante (επίθ.)
vociferare (ρ.αμτβ.)
vociferare (ρ. μτβ.)
vociferatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---