Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vocalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vokaliddzatˈtsjone]

1 φωνητική εξάσκηση
2 φώνηση
3 εκφορά ήχου
4 μετατροπή σε φωνήεν
5 προσθήκη φωνηέντων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vocalizzare vocalizzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocale (επίθ.)
vocalico (επίθ.)
vocalismo (ουσ αρσ )
vocalità (θηλ.ουσ)
vocalizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vocalizzazione (θηλ.ουσ)
vocalizzo (ουσ αρσ )
vocativo (αρσ. επίθ και ουσ)
vocazionale (επίθ.)
vocazione (θηλ.ουσ)
voce (θηλ.ουσ)
vociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vociatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vociferante (επίθ.)
vociferare (ρ.αμτβ.)
vociferare (ρ. μτβ.)
vociferatore (ουσ αρσ )
vociferazione (θηλ.ουσ)
vocio (ουσ αρσ )
vodka (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---