Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stroncatùra (θηλ.ουσ) struggènte (επίθ.)
stronfiàre (ρ.αμτβ.) strùggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stronzàta (θηλ.ουσ) struggersi (ρ.μ. (αντων.))
strònzio, strónzio (ουσ αρσ ) struggicuòre (ουσ αρσ )
strónzo (ουσ αρσ ) struggiménto (ουσ αρσ )
stropicciaménto (ουσ αρσ ) strùma (θηλ.ουσ)
stropicciàre (ρ. μτβ.) strumentàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
stropicciàta (θηλ.ουσ) strumentalità (θηλ.ουσ)
stropicciatùra (θηλ.ουσ) strumentalizzàre (ρ. μτβ.)
stropiccìo (ουσ αρσ ) strumentalizzazióne (θηλ.ουσ)
stròzza (θηλ.ουσ) strumentàre (ρ. μτβ.)
strozzàre (ρ. μτβ.) strumentàrio (ουσ αρσ )
strozzarsi (ρ.μ. (αντων.)) strumentatóre (ουσ αρσ )
strozzàto (επίθ.) strumentazióne (θηλ.ουσ)
strozzatóio (ουσ αρσ ) strumentìno (ουσ αρσ )
strozzatóre (ουσ αρσ ) strumentìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
strozzatóre (επίθ.) struménto (ουσ αρσ )
strozzatùra (θηλ.ουσ) strusciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strozzinàggio (ουσ αρσ ) strusciarsi (ρ.μ. (αντων.))
strozzinésco (επίθ.) strusciàta (θηλ.ουσ)
strozzìno (ουσ αρσ ) strùscio (ουσ αρσ )
struccamento (ουσ αρσ ) struscióne (ουσ αρσ )
struccàre (ρ. μτβ.) strùtto (ουσ αρσ )
struccàrsi (ρ.μ. (αντων.)) struttùra (θηλ.ουσ)
strudel (ουσ αρσ ) strutturàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: