Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rómpere (ρ.αμτβ.) röntgen (ουσ αρσ )
rómpere (ρ. μτβ.) röntgenografìa (θηλ.ουσ)
rómpersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) röntgenterapìa (θηλ.ουσ)
rompibàlle (ουσ αρσ και θηλ.) ronzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rompicàpo (ουσ αρσ ) ronzatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
rompicòllo (ουσ αρσ και θηλ.) ronzìno (ουσ αρσ )
rompighiàccio (ουσ αρσ και θηλ.) ronzìo (ουσ αρσ )
rompiménto (ουσ αρσ ) ronzóne (ουσ αρσ )
rompiscàtole (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ròrido (επίθ.)
rompitàsche (ουσ αρσ και θηλ.) ròsa (ουσ αρσ )
roncatùra (θηλ.ουσ) ròsa (θηλ.ουσ)
roncinàto (επίθ.) ròsa (επίθ.)
rónco (ουσ αρσ ) rosàcee (θηλ. ουσ πληθ.)
róncola (θηλ.ουσ) rosàceo (επίθ.)
roncolàre (ρ. μτβ.) rosàio (ουσ αρσ )
róncolo (ουσ αρσ ) rosanilìna (θηλ.ουσ)
rónda (θηλ.ουσ) rosàrio (ουσ αρσ )
rondèlla (θηλ.ουσ) rosàta (θηλ.ουσ)
rondèllo (ουσ αρσ ) rosatèllo (ουσ αρσ )
róndine (θηλ.ουσ) rosàto (αρσ. επίθ και ουσ)
rondinìno (ουσ αρσ ) ròsbif (ουσ αρσ )
rondinòtto (ουσ αρσ ) ròseo (αρσ. επίθ και ουσ)
rondò (ουσ αρσ ) rosèola (θηλ.ουσ)
rondóne (ουσ αρσ ) roséto (ουσ αρσ )
ronfàre (ρ.αμτβ.) rosétta (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: