ItalianoGreco


ròsa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔza]

1 ρόδινο χρώμα
2 ροζ

ròsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔza]

1 (fiore) το τριαντάφυλλο
2 (colore) το ρόζ

ròsa  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔza]

(colore) ροζ, ρόδινος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


foglio [αρσ.] rosa = η προσωρινή άδεια οδήγησης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---