Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ròseo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrɔzeo]

1 αισιόδοξος
2 ροζ
3 τριανταφυλλής
4 ροδόχρωμος
5 τριανταφυλλένιος
6 ροδοζύμωτος
7 ροδαλός
8 ροδόχρους
9 ρόδινος
10 γλυκός
11 ροδοκόκκινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rosbif roseola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosario (ουσ αρσ )
rosata (θηλ.ουσ)
rosatello (ουσ αρσ )
rosato (αρσ. επίθ και ουσ)
rosbif (ουσ αρσ )
roseo (αρσ. επίθ και ουσ)
roseola (θηλ.ουσ)
roseto (ουσ αρσ )
rosetta (θηλ.ουσ)
rosicante (αρσ. επίθ και ουσ)
rosicare (ρ. μτβ.)
rosicatura (θηλ.ουσ)
rosicchiamento (ουσ αρσ )
rosicchiare (ρ. μτβ.)
rosicoltore (αρσ. επίθ και ουσ)
rosicoltura (θηλ.ουσ)
rosmarino (ουσ αρσ )
roso (αρσ. επίθ και ουσ)
rosolaccio (ουσ αρσ )
rosolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---