Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrosicatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rosikaˈtura] 1 τραγάνισμα 2 μάσημα σκληρής τροφής 3 ροκάνισμα 4 κριτσάνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |