Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόróso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈroso], [ˈrozo] 1 φαγωμένος 2 φθαρμένος 3 δαγκωμένος 4 διαβρωμένος 5 ροκανισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |