Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rosicoltóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rozikolˈtore]

καλλιεργητής ρόδων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rosicchiare rosicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rosicante (αρσ. επίθ και ουσ)
rosicare (ρ. μτβ.)
rosicatura (θηλ.ουσ)
rosicchiamento (ουσ αρσ )
rosicchiare (ρ. μτβ.)
rosicoltore (αρσ. επίθ και ουσ)
rosicoltura (θηλ.ουσ)
rosmarino (ουσ αρσ )
roso (αρσ. επίθ και ουσ)
rosolaccio (ουσ αρσ )
rosolare (ρ. μτβ.)
rosolatura (θηλ.ουσ)
rosolia (θηλ.ουσ)
rosolida (θηλ.ουσ)
rosoliera (θηλ.ουσ)
rosolio (ουσ αρσ )
rosone (ουσ αρσ )
rospo (ουσ αρσ )
rossastro (αρσ. επίθ και ουσ)
rosseggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---